Dictionary of Greek. 2013.
επαναφωνώ — ἐπαναφωνῶ, έω (Α) ξαναφωνάζω μετά από άλλον («ἤ ἐν τῷ προαναφωνουμένῳ φθόγγῳ ἤ ἐν τῷ ἐπαναφωνουμένῳ», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek